- κατασκίῳ
- κατάσκιοςshadedmasc/fem/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατασκιώ — κατασκιῶ, άω (Α) [κατάσκιος] (ποιητ. τ.) βλ. κατασκιάζω … Dictionary of Greek
κατασκιάζω — (AM κατασκιάζω, Α και κατασκιῶ, άω) [κατάσκιος] καλύπτω τελείως με σκιά, κατακαλύπτω νεοελλ. παθ. κατασκιάζομαι καλύπτομαι εξ ολοκλήρου από σκιά, αμαυρώνομαι αρχ. 1. επισκιάζω 2. θάπτω … Dictionary of Greek